- βελτιώσιμος
- -η, -οαυτός που επιδέχεται βελτίωση: Η κατάστασή του μπορεί να είναι άσχημη, είναι όμως βελτιώσιμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βελτιώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να βελτιωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελτίωση ( ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek